- αδηλησία
- Ονομασία που δίνεται στην επίκτητη ανοσία του οργανισμού στους παθογόνους παράγοντες (μικροοργανισμούς, δηλητήρια, ιούς). Ετυμολογικά προέρχεται από το στερητικό α και το ρήμα δηλέομαι (= βλάπτω, πληγώνω).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.